- κεντρομόλος
- Αυτός που τείνει προς στο κέντρο, που φέρεται από την περιφέρεια προς το κέντρο, σε αντίθεση με τον φυγόκεντρο.
Κ. δύναμη είναι η αναγκαία συνισταμένη δύναμη, κατά την ακτινική διεύθυνση, που απαιτείται στην περίπτωση της καμπυλόγραμμης κίνησης ενός σώματος και έχει φορά προς το κέντρο της καμπυλόγραμμης τροχιάς.
Κ. επιτάχυνση είναι μία από τις δύο συνιστώσες της ολικής επιτάχυνσης σε μια καμπυλόγραμμη κίνηση. Η ολική επιτάχυνση μπορεί να θεωρηθεί ως συνισταμένη δύο επιταχύνσεων, μίας εφαπτομενικής και μίας, κατευθυνόμενης προς το κέντρο, καμπυλότητας της τροχιάς.
* * *και κεντρομόλος, -ο, θηλ. και -α1. αυτός που φέρεται, που τείνει προς το κέντρο, που εκτελεί κίνηση από την περιφέρεια προς το κέντρο2. (ανατ.-φυσιολ.) όρος που χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει νεύρα, νευρικές οδούς ή νευρικές διεγέρσεις που φέρονται προς το κεντρικό νευρικό σύστημα, αλλ. προσαγωγός.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια λ. ως προς το α' συνθετικό, πρβλ. γαλλ. centripete < centri) < κέντρον + -pete (< λατ. -petus < petere «αναζητώ, ορμώ»). Η λ., στον τ. κεντρόμολος, μαρτυρείται από το 1766 στον Νικηφόρο Θεοτόκη].
Dictionary of Greek. 2013.